ισόχρωμος — η, ο ομοιόχρωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιοχρωμία — η [ομοιόχρωμος] 1. βιολ. η ικανότητα ορισμένων ζώων να εναρμονίζουν, μόνιμα ή παροδικά, τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό τού περιβάλλοντος, καθώς και το φαινόμενο αυτό 2. φρ. α) «ενεργητική ομοιοχρωμία» ή «μεταβαλλόμενη ομοιοχρωμία» τύπος… … Dictionary of Greek
ομοιοχρώματος — ὁμοιοχρώματος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο, ομοιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρῶμα, ατος] … Dictionary of Greek
ομοιόχρους — ὁμοιόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμοιόχρουν η ομοιότητα ως προς το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρους (< χρως, χρωτός, «δέρμα, χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] … Dictionary of Greek